- Τόμσεν
- Νφρ. «νόσος Τόμσεν»ιατρ. τύπος συγγενούς μυοτονίας που συνοδεύεται από μυϊκή υπερτροφία, μεταβιβάζεται κατά τον αυτοσωματικό επικρατή χαρακτήρα και περιλαμβάνει πιθανώς τέσσερεις ή πέντε υποτύπους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Τόμσεν, Γιούλιους — (Thomsen, Κοπεγχάγη 1826 – 1909). Δανός χημικός. Θεωρείται ο θεμελιωτής της θερμοχημείας και ο κυριότερος μελετητής της. Το 1866 διορίστηκε καθηγητής της χημείας στο πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, ενώ ήδη το 1852 διατύπωσε την αρχή της διατήρησης… … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek
αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… … Dictionary of Greek
προϊστορία — Επιστήμη, που ασχολείται με τα γεγονότα που συνέβησαν στην ανθρωπότητα πριν από την ανακάλυψη της γραφής, σε αντίθεση προς τη γραπτή ιστορία. Η π. είναι όμως και αυτή ιστορία, αν και χρησιμοποιεί δεδομένα που προέρχονται από διαφορετικές πηγές.… … Dictionary of Greek
συγγένεια χημική — Το μέτρο της τάσης των στοιχείων και γενικά των ενώσεων να συνδεθούν χημικά με άλλα στοιχεία ή ενώσεις. Από τα παλιότερα, αλλά και από τα σύγχρονα προβλήματα της χημείας είναι η ανακάλυψη μιας γενικής αρχής, που να ερμηνεύει το αυθόρμητο, δηλαδή… … Dictionary of Greek